- σκολιότητα
- σκολιότηςcrookednessfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκολιότητα — η / σκολιότης, ητος, ΝΜΑ [σκολιός] η ιδιότητα και το γνώρισμα τού σκολιού νεοελλ. μτφ. (για πρόσ.) στριφνότητα, δυστροπία αρχ. 1. μτφ. ανισότητα 2. μτφ. α) (για πρόσ.) ηθική διαστροφή β) αδικία 3. στον πληθ. αἱ σκολιότητες ελικοειδής πορεία ή… … Dictionary of Greek
ζαβάδα — και ζαβάγρα και ζαβιά, η (Μ ζαβάδα και ζαβάγρα) [ζαβός] 1. η ιδιότητα τού ζαβού*, σκολιότητα, διαστροφή, στράβωμα, λοξάδα, κάμψη ενός πράγματος, η κακοτεχνία («η πόρτα έχει κάποια ζαβάδα») 2. (μτφ. για ανθρώπους) α) σκολιότητα χαρακτήρα,… … Dictionary of Greek
ZANCLE — I. ZANCLE Siciliae urbs, in penitissimo Pelori sinu, postea a Messeniis instaurantibus Messana appellata: licet alii diversam a Messana faciant: Zancle enim ab Anaxila Rheginorum tyranno eversa, non longe. Omnium Siciliae urbium fuit longe… … Hofmann J. Lexicon universale
σκώληκας — ο / σκώληξ, ηκος, ΝΜΑ, και σκούληκας Ν 1. ζώο το οποίο έχει επίμηκες αρθρωτό και συσταλτό σώμα και στερείται σκελετού και άκρων, το σκουλήκι 2. η προνύμφη τών εντόμων, κάμπια νεοελλ. 1. ανατ. λόβιο τής παρεγκεφαλίδας 2. στον πληθ. οι σκώληκες… … Dictionary of Greek